250 χρόνια Μπετόβεν – Ωδή στη χαρά και την ελευθερία
Τον Ιούλη του 1789, τη χρονιά που ο εξεγερμένος “όχλος” του Παρισιού γκρέμισε τα τείχη της Βαστίλης και μαζί τους ολόκληρο το “παλαιό καθεστώς” των ευγενών και των επισκόπων, ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν βρισκόταν στο 19ο έτος της ηλικίας του. Μαρτυρίες για το πώς αντέδρασε στα συγκλονιστικά νέα που έφταναν από τη Γαλλία δεν έχουμε. Αυτό που ξέρουμε όμως είναι ότι η Επανάσταση κυριάρχησε μέχρι το θάνατό του και στη ζωή του και το έργο του.
Ο Μπετόβεν -τον Δεκέμβρη κλείνουν 250 χρόνια από τη γέννησή του- είναι ένα από τους σημαντικότερους συνθέτες όλων των εποχών. Το στίγμα του καθόρισε τη μουσική στην Ευρώπη για τουλάχιστον έναν αιώνα. Οι ιστορικοί της τέχνης αποδίδουν συνήθως την συμβολή του αυτή στο μουσικό ταλέντο και τη μεγαλοφυΐα του. Ανεξάρτητα από τον ρόλο που μπορεί να αποδώσει κανείς στην προσωπικότητα, τις κλήσεις και τις ικανότητες1 το βέβαιο είναι ότι ο Μπετόβεν ήταν πρώτα και κύρια δημιούργημα της εποχής του.
Μεταρρύθμιση από τα πάνω
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1770 στη Βόννη, την πρωτεύουσα του “Εκλεκτοράτου της Κολωνίας”, μιας από τις “επαρχίες” της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας -όπως ονομαζόταν τότε το βασίλειο του Ιωσήφ Β’ και της μητέρας του Μαρίας Θηρεσίας. Πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας ήταν η Βιέννη.
Το σύστημα της φεουδαρχίας ήταν, ύστερα από πάνω από δέκα αιώνες κυριαρχίας στην Ευρώπη, σε βαθιά κρίση. Οι “ανώτερες τάξεις” βρίσκονταν παντού αντιμέτωπες με τεράστιες προκλήσεις: τον διαρκή πόλεμο μεταξύ τους, την πίεση από την ανερχόμενη αστική τάξη και τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των υπηκόων τους. Το 1525 οι φεουδάρχες είχαν καταφέρει να πνίξουν κυριολεκτικά στο αίμα την επανάσταση που είχε πυροδοτήσει η Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου στις γερμανόφωνες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Η καταστολή, όμως, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά διέξοδο στους αγρότες και τους φτωχούς –που οδηγημένοι από την πείνα και την ανελευθερία συνέχισαν να εξεγείρονται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα σε κάθε γωνιά της Ευρώπης. Το 1626 ξεσηκώθηκε η Βαυαρία, το 1635 η Σλοβενία, το 1653 η Ελβετία, το 1667 η Ρωσία, το 1707 ξανά η Βαυαρία –για να αναφέρουμε μερικές μόνο από τις εξεγέρσεις αυτές.
Κάτω από το βάρος της πίεσης από την ανερχόμενη αστική τάξη και τον φόβο της εξέγερσης, πολλοί ηγέτες της φεουδαρχικής Ευρώπης άρχισαν να αναζητούν διέξοδο μέσα από μια σειρά από μεταρρυθμίσεις “από τα πάνω”. Ο στόχος τους ήταν να εκσυγχρονίσουν την οικονομία και την κοινωνία σε μια πιο καπιταλιστική βάση διατηρώντας, όμως, ταυτόχρονα άθικτο τον κεντρικό πυρήνα της εξουσίας τους -τη μοναρχία και το απολυταρχικό κράτος. Προσπάθησαν να φέρουν τη δυναμική της ελεύθερης αγοράς και της βιομηχανίας χωρίς όμως να παραδώσουν την πολιτική εξουσία στους βιομηχάνους και τους τραπεζίτες. Αυτή η τάση κυριάρχησε λίγο πολύ σε όλα τα παλάτια της Ευρώπης τον 18ο αιώνα. Το “κάστρο” της όμως ήταν η αυλή του Ιωσήφ στη Βιέννη.
Οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλλε ο Ιωσήφ ήταν σαρωτικές. Κατάργησε το καθεστώς της δουλοπαροικίας που κρατούσε τους αγρότες προσδεδεμένους στη γη (και στον φεουδάρχη – γαιοκτήμονα). Περιόρισε τη λογοκρισία. Καθιέρωσε την ανεξιθρησκεία και έπαψε τις διώξεις σε βάρος των μη καθολικών. Κατάργησε τα θρησκευτικά δικαστήρια, απαγόρευσε τη λειτουργία του διαβόητου Τάγματος των Ιησουιτών και έκλεισε εκατοντάδες μοναστήρια. Ίδρυσε σχολεία και πανεπιστήμια και έκανε τη στοιχειώδη εκπαίδευση υποχρεωτική.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι από αυτές τις μεταρρυθμίσεις ήταν οι αστοί. Οι φτωχοί, στην πραγματικότητα, ελάχιστα μόνο ωφελήθηκαν. Οι αγρότες συνέχισαν, παρά την απελευθέρωσή τους από τον τοπικό φεουδάρχη, να πληρώνουν το 40% ως το 50% του εισοδήματος τους σε φόρους. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες αγρότες πέθαναν τη δεκαετία του 1770 στη Βοημία5 από την πείνα ύστερα από μια περίοδο κακών σοδειών. Το 1775 εξεγέρθηκαν. Ο Ιωσήφ έστειλε τον στρατό να τους μακελέψει. Και το ίδιο επαναλήφθηκε δυο χρόνια αργότερα στην Τρανσυλβανία.
Διαφωτισμός
Το 1751 κυκλοφόρησε στη Γαλλία ο πρώτος τόμος της “Εγκυκλοπαίδειας”. Το πλήρες της όνομα ήταν “Λεξικό των επιστημών, των καλών τεχνών και των χειροτεχνών”. Ο στόχος των δημιουργών της ήταν η καταπολέμηση του σκοταδισμού της εκκλησίας και των Ιησουϊτών (που μονοπωλούσαν την εκπαίδευση στις καθολικές χώρες της κεντρικής Ευρώπης) και η διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού.
Το κεντρικό μοτίβο του Διαφωτισμού ήταν η εφαρμογή των ορθολογικών κανόνων της επιστήμης στα κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά ζητήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο οι αρχές προσπάθησαν πολλές φορές να σταματήσουν την έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας.
Ένας από τους διάσημους συντελεστές της Εγκυκλοπαίδειας ήταν ο Ζαν Ζακ Ρουσό, ο συγγραφέας του “Κοινωνικού Συμβολαίου”. “Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος μα παντού είναι αλυσοδεμένος” γράφει στο άνοιγμα του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου. Η ισχύς δεν δημιουργεί δίκαιο, γράφει ο Ρουσό. “Ας συμφωνήσουμε λοιπόν… ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούμε παρ’ εκτός στις νόμιμες δυνάμεις μόνο”
Η εγκυκλοπαίδεια ήταν ένα μνημειώδες έργο. Παρά τις διώξεις και την καταστολή είχε τεράστια επιτυχία. Ο Ιωσήφ της Αυστρίας όπως και πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι αυτοκράτορες, βασιλιάδες και πρίγκιπες της εποχής -ανάμεσά τους και ο Φρειδερίκος Β’ της Πρωσίας και η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας- προσπάθησαν να αξιοποιήσουν αρχικά τις ιδέες του Διαφωτισμού για να δικαιολογήσουν τις μεταρρυθμίσεις τους.
Ο Ιωσήφ δεν περιορίστηκε μόνο στην κατάργηση της λογοκρισίας: προσπάθησε να κάνει την Αυτοκρατορία του και την πρωτεύουσα του, τη Βιέννη, το κέντρο της ευρωπαϊκής τέχνης –μιας τέχνης που ήταν βαθιά διαποτισμένη από το πνεύμα του διαφωτισμού. Ο Μότσαρτ, ο Χάιντν, ο Σαλιέρι και πολλοί ακόμα διάσημοι σήμερα καλλιτέχνες της εποχής εκείνης είχαν εγκατασταθεί στη Βιέννη.
Ο “έρωτας” ανάμεσα στον Ιωσήφ και τον διαφωτισμό διακόπηκε βίαια το βράδυ της 14ης Ιούλη του 1789. Ο φόβος της επανάστασης του έγινε έμμονη ιδέα. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα χωρίς να προλάβει να ζήσει τον αποκεφαλισμό της Μαρίας Αντουανέτας, της αδελφής του και του Λουδοβίκου ΙΣΤ το 1793.
Μετά τον θάνατο του Ιωσήφ, ο θρόνος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πέρασε στα χέρια του αδελφού του, Λεοπόλδου Β’ και στη συνέχεια, μετά τον θάνατό του το 1792, στα χέρια του Φραγκίσκου Β’ (του γιου του Λεοπόλδου). Στο μεταξύ στη Γαλλία η εξουσία είχε πέσει, μετά την ήττα των Ιακωβίνων, ολοκληρωτικά στα χέρια των πλούσιων τραπεζιτών, εμπόρων, γαιοκτημόνων και βιομηχάνων. Στις 9 Νοεμβρίου του 1799 (18η Μπρυμέρ σύμφωνα με το επαναστατικό ημερολόγιο το οποίο ήταν ακόμα σε ισχύ στη Γαλλία) ο στρατός διέλυσε τη Βουλή και ο αρχηγός του, ο Ναπολέων Βοναπάρτης,, ανακηρύχθηκε “πρώτος ύπατος”. Η επαναστατική περίοδος είχε κλείσει οριστικά αλλά το “παλαιό καθεστώς” δεν επρόκειτο να αναστηλωθεί ποτέ –ακόμα και μετά την οριστική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815 και την τυπική παλινόρθωση του Οίκου των Βουρβόνων– στη Γαλλία.
Η κλασσική εποχή
Το κίνημα του Διαφωτισμού έφερε τα πάνω-κάτω σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής στην Ευρώπη. Στη φιλοσοφία η ανατροπή αυτή εκφράστηκε μέσα από τις ιδέες του Καντ, του Φίχτε, του Σέλινγκ και πάνω απ’ όλα του Χέγκελ. Στην ποίηση και τη λογοτεχνία μέσα από τα έργα του Σίλερ και του Γκέτε. Και η μουσική περνάει από την εποχή του μπαρόκ στην κλασσική περίοδο. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο σημαντικότερος Γερμανός συνθέτης της εποχής του μπαρόκ, έγραφε κυρίως θρησκευτικά έργα -λειτουργίες για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ορατόρια για τα Πάθη του Ιησού (κατά Ματθαίον και κατά Ιωάννη) και εκατοντάδες καντάτες για τις θρησκευτικές τελετές. Τα μη θρησκευτικά του έργα είναι μετρημένα, κυριολεκτικά, στα δάχτυλα. Στον Μότσαρτ, τον Χάιντν και τον Σαλιέρι, αντίθετα, είναι τα θρησκευτικά έργα που είναι μετρημένα στα δάχτυλα.
Το ίδιο το στυλ της μουσικής άλλαξε ραγδαία. Η μπαρόκ μουσική ήταν πολυφωνική –τα διάφορα όργανα της ορχήστρας έπαιζαν διαφορετικές μελωδίες και συχνά σε διαφορετικούς ρυθμούς. Τη συνοχή του έργου εξασφάλιζε συνήθως το Basso Continuo, ένα ή δύο όργανα που έπαιζαν ένα συνεχόμενο, σταθερό, μόνιμο ρεφρέν στο παρασκήνιο. Η μουσική περιστρεφόταν σε “σταθερή τροχιά” γύρω από το Basso Continuo με τον ίδιο τρόπο που οι πλανήτες περιστρέφονταν γύρω από τον ήλιο,8 οι καρδινάλιοι γύρω από τον πάπα και οι ευγενείς γύρω από τον αυτοκράτορα. Ήταν μια κίνηση αέναη, που δεν θα τελείωνε ποτέ –όπως δεν θα τελείωνε ποτέ και η βασιλεία του θεού στους ουρανούς και η βασιλεία των αντιπροσώπων του (των ευγενών και του κλήρου) πάνω στη δημιουργία του– τη Γη και την ανθρώπινη κοινωνία. Χάρη στην πολυφωνία και το Basso Continuo η μουσική μπαρόκ δίνει στους ακροατές μια αίσθηση αγαλλίασης και μεγαλοπρέπειας.
Η μουσική της κλασσικής περιόδου αντανακλά την απλότητα του ορθού λόγου. Το πρότυπο είναι η Αρχαία Αθήνα, το λίκνο της Δημοκρατίας. To Basso Continuo καταργείται σχεδόν ολοκληρωτικά και η πολυφωνία δίνει τη θέση της στην ομοφωνία. Αντί για σταθερή τροχιά έχουμε τώρα διάλογο ανάμεσα στα όργανα και τα μουσικά μέρη, με τον ρυθμό και τη μελωδία να αλλάζουν συχνά με εκρηκτικό τρόπο από τη μια στιγμή στην άλλη.
Ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά της νέας “κλασσικής περιόδου” είναι η σονάτα. Η σονάτα είναι ένα μουσικό πρότυπο, μια μουσική μορφή. Δεν περιορίζεται μόνο στα έργα που έχουν τον τίτλο “σονάτα” αλλά διαχέεται παντού –την βρίσκουμε στις συμφωνίες, στα κονσέρτα, στις εισαγωγές στις όπερες. Η δομή της σονάτας θυμίζει τη διαλεκτική του Χέγκελ– τη μέθοδο που, σε αντίθεση με την στατική Αριστοτέλεια λογική, προσπαθεί να συλλάβει έναν κόσμο σε κίνηση, έναν κόσμο όπου “τα πάντα ρει”, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος. Η σονάτα έχει τρία μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζονται οι “πρωταγωνιστές” – μελωδίες που ακούγονται σαν να βρίσκονται σε κόντρα, σε αντίθεση, μεταξύ τους. Στο δεύτερο μέρος οι μελωδίες αυτές αναπτύσσονται, λίγο πολύ ελεύθερα, σαν να συνομιλούν και να παλεύουν μεταξύ τους. Στο τρίτο μέρος έρχεται η επανένωση, η διαλεκτική τους “σύνθεση” θα λέγαμε, σε ένα νέο όμως επίπεδο. Η μεγαλοπρέπεια δίνει τη θέση της στο συναίσθημα (το άτομο και η προσωπικότητα ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία του διαφωτισμού) και η σταθερότητα στην εναλλαγή.
Ο ομοφωνία και η σονάτα υπάρχουν ήδη στα έργα του Μότσαρτ και του Χάιντν (που υπήρξε και δάσκαλος του Μπετόβεν). Αλλά φτάνουν στο απόγειό τους στην περίοδο του “ώριμου” Μπετόβεν.
Στη Βιέννη
Το 1792 ο Μπετόβεν εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Ο Ιωσήφ είχε πεθάνει, η Αυστρία και η Πρωσία ετοιμάζονταν να επιτεθούν στη Γαλλία για να αναστυλώσουν τη μοναρχία και η λογοκρισία βρισκόταν στο απόγειό της. Αλλά η Βιέννη εξακολουθούσε να είναι η “πρωτεύουσα” της μουσικής της Ευρώπης.
Ο Μπετόβεν έγινε γρήγορα διάσημος -στην αρχή σαν εκτελεστής και στη συνέχεια σαν συνθέτης. Ο Μότσαρτ είχε πεθάνει και πολλοί πίστευαν ότι είχαν βρει, στο πρόσωπό του, τον αντικαταστάτη του. Στα πρώτα του έργα (την πρώτη περίοδο σύμφωνα με τους μουσικολόγους) ήταν επηρεασμένα από τον Μότσαρτ –ανάλαφρα έργα με χαρούμενες μελωδίες που γίνονταν εύκολα αποδεκτά από το κοινό. Αλλά αυτό άλλαξε ραγδαία. Το σημείο καμπής ήταν η Τρίτη Συμφωνία που έγραψε την περίοδο 1802-1804. Οι σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (την Αυστρία) ήταν ανοιχτά εχθρικές –η Αυστρία και η Πρωσία προετοιμάζονταν ήδη για τον πόλεμο που επρόκειτο να κηρύξουν το 1805 στη Γαλλία. Σε ποιόν αφιέρωσε ο Μπετόβεν την τρίτη συμφωνία; Στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη (το 1804 έσβησε βίαια τον τίτλο “Μποναπάρτε” και την ονόμασε “Ηρωική” οργισμένος από την απόφαση του Ναπολέοντα να αυτοανακηρυχθεί “αυτοκράτορας της Γαλλίας”).
Ο Μπετόβεν δεν έκρυψε ποτέ την αφοσίωσή του στα ιδανικά του Διαφωτισμού. Ούτε την απέχθεια του για τους ευγενείς και τους αυτοκράτορες και τις αυλές τους. Το 1812 ο Μπετόβεν συναντήθηκε με τον Γκέτε (για τον οποίο έτρεφε μεγάλο θαυμασμό) σε ένα θέρετρο στο Τέπλιτς της Βοημίας. Την ώρα που περπατούσαν μαζί ο Γκέτε αναγνώρισε ξαφνικά την αυτοκράτειρα Μαρία Λουδοβίκα (την τρίτη σύζυγο του Φραγκίσκου) που περπατούσε δίπλα τους. Αμέσως έτρεξε να υποκλιθεί μπροστά της, τραβώντας μαζί της και τον Μπετόβεν.
Ο Μπετόβεν όμως αρνήθηκε να υποκλιθεί ή ακόμα και να βγάλει το καπέλο του. Ίσα-ίσα έσπρωξε, με μια χειρονομία καθαρής υποτίμησης, το καπέλο του πιο βαθιά και απομακρύνθηκε. Τη σκηνή “απαθανάτισε” (δεν υπήρχαν τότε φωτογραφίες) πολλά χρόνια αργότερα ο ζωγράφος Καρλ Ρόλινγκ. Οι σχέσεις ανάμεσα στον Μπετόβεν και τον Γκέτε διαταράχθηκαν ύστερα από το επεισόδιο του Τέπλιτς για πάντα.
Ο Μπετόβεν έγραψε μια μόνο όπερα –τον Φιντέλιο. Η ηρωϊδα του, η Λεονόρε, μεταμφιέζεται σε άντρα (Φιντέλιο) και καταφέρνει με την επιμονή και τη γενναιότητα της να σώσει τη ζωή και να απελευθερώσει τον αγαπημένο της, τον Φλορεστάν που έχει φυλακιστεί παράνομα από τον Ντον Πιζάρο. Γενναίες γυναίκες που σώζουν τους αγαπημένους τους υπήρχαν και σε παλαιότερες όπερες -η Μπρανταμάντε είχε σώσει τον Ρουτζιέρο στην Αλτσίνα του Χέντελ. Αλλά η Αλτσίνα ήταν μάγισσα και η Μπρανταμάντε είχε καταφέρει να λύσει τα μάγια που τύφλωναν τον Ρουτζιέρο με τη βοήθεια ενός άντρα, του Μελίσο, του παλιού του δασκάλου. Η Λεονόρε απελευθερώνει τον Φλορεστάν μόνη της. Στην πορεία ανοίγει τις πόρτες των κελιών και οι φυλακισμένοι βλέπουν για πρώτη φορά ύστερα από μήνες ή χρόνια το φως της μέρας. “Ω χαρά, ελεύθερο αέρα να αναπνέουμε”, τραγουδάει ο χορός των φυλακισμένων. “Εδώ μόνο υπάρχει ζωή, η φυλακή είναι κόλαση”.
Ο Μπετόβεν συνέθεσε μουσική για το μπαλέτο “Τα πλάσματα του Προμηθέα” του Σαλβατόρε Βιγκάνο. Ο Προμηθέας, που οι θεοί έχουν τιμωρήσει γιατί τόλμησε να τους κλέψει τη φωτιά για να την δώσει στους ανθρώπους, καλεί τώρα τις νύμφες να διδάξουν στους ανθρώπους μουσική, χορό και θέατρο -μια ανοιχτή αλληγορία για τις “επιστήμες, τις τέχνες και τις χειροτεχνίες” που ήθελε να διδάξει η Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό και του Ρουσό στην κοινωνία.
Το 1809 ο Μπετόβεν (που ήταν στο μεταξύ σχεδόν ολοκληρωτικά κουφός) έγραψε συνοδευτική μουσική για το έργο του Γκέτε “Έγκμοντ”. Ο Κόμης Έγκμοντ ήταν ιστορικό πρόσωπο –ήταν ένας διάσημος Ολλανδός πολεμιστής του 16ου αιώνα ο οποίος προτίμησε να συλληφθεί και να εκτελεστεί από τους Ισπανούς από το να εγκαταλείψει τη μάχη για την ελευθερία. Ο Έγκμοντ αψηφεί και τις εκκλήσεις της Κλέρχεν, την αγαπημένης του, που τον παρακαλεί να σώσει τη ζωή του. Η Κλέρχεν αυτοκτονεί αφού τραγουδάει πρώτα έναν “‘ύμνο” στην “ουράνια χαρά και τον πόνο του θανάτου” – έναν ύμνο αφιερωμένο στις θυσίες του αγώνα για την ελευθερία.
Ωδή στη χαρά
Η μουσική του Μπετόβεν, μετά την πρώτη του “μοτσαρτική” περίοδο δεν είναι εύκολη. Οι ακροατές δεν έφευγαν από τις συναυλίες του σιγοτραγουδώντας το ρεφρέν -όπως έκαναν μετά την παρακολούθηση πχ της Μικρής Νυχτερινής Μουσικής του Μότσαρτ. Ήταν και είναι μουσική που έχει σαν στόχο να προκαλέσει, να βάλει σε σκέψεις, να ενοχλήσει και όχι απλά να διασκεδάσει.
Ο Μπετόβεν πέθανε το 1827 αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο: 9 συμφωνίες, 5 κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, ένα κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα (και μια μεταγραφή του για πιάνο), δέκα σονάτες για βιολί, τριάντα δυο σονάτες για πιάνο και πολλά ακόμα έργα για διάφορα όργανα και σύνολα. Μετά τον Μπετόβεν κανένας δεν μπορούσε να γυρίσει πια πίσω στη “γλυκιά” εποχή του Μότσαρτ και του Χάιντν. Οι καιροί, άλλωστε, είχαν αλλάξει. Ο καπιταλισμός, παρόλο που δεν είχε επικρατήσει παρά μόνο σε ένα μικρό κομμάτι του πλανήτη (και της Ευρώπης) είχε αρχίσει πια να εδραιώνεται. Τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά βούλιαζαν όλο και περισσότερο στο παρελθόν και το παρόν θύμιζε ολοένα και περισσότερο τον κόσμο που θα ερχόταν –αυτό το φριχτό σύστημα της εξαθλίωσης, της κρίσης, της καταστολής και της πολεμοκαπηλείας που γνωρίζουμε σήμερα.
Η εξέλιξη της μουσικής δεν σταμάτησε φυσικά με τον Μπετόβεν. Και οι μεγάλες ιστορικές στιγμές συνέχισαν μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν να παράγουν αριστουργήματα. Ο Βάγκνερ αποτύπωσε την εμπειρία του από την επανάσταση του 1848 (στην οποία συμμετείχε ενεργά) στα έργα του. Ο Μπιζέ έγραψε την Κάρμεν, μια όπερα με ηρωϊδα μια φτωχή τσιγγάνα, to 1875, λίγο μετά την Κομμούνα του Παρισιού.
Το τελευταίο έργο που έγραψε ο Μπετόβεν ήταν η Ενάτη Συμφωνία –μια ασυνήθιστη συμφωνία που περιλαμβάνει και ένα τέταρτο, χορωδιακό μέρος που στηρίζεται στην Ωδή της Χαράς, ένα ποίημα που είχε γράψει ο Σίλερ το 1875. “Όλοι οι άνθρωποι γίνονται αδέλφια, όπου η απαλή σου φτερούγα πετάει”.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε την Ωδή στη Χαρά ύμνο της. Αλλά ο Σίλερ και ο Μπετόβεν δεν τους ανήκουν. Ανήκουν σε εμάς, στους απλούς ανθρώπους, στους εργάτες, τους φτωχούς που όπως ο Έγκμοντ παλεύουν για την ελευθερία.
πηγή: Σωτήρης Κοντογιάννης