100 χρόνια Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας: Η άνοδος και η παρακμή

100 χρόνια Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας: Η άνοδος και η παρακμή
Julian Mischi
Γιάννης Κυπαρισσιάδης (μετάφραση)
Από τη στιγμή της γέννησής του κιόλας, τον Δεκέμβριο του 1920, το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα διεκδίκησε μια ξεχωριστή θέση στο πολιτικό τοπίο της χώρας: εκείνη του μοναδικού λαϊκού σχηματισμού, στην ηγεσία του οποίου βρίσκονται άνθρωποι του λαού προκειμένου να εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. Σε μια εποχή όπου το ρήγμα ανάμεσα στις άρχουσες και στις εργατικές τάξεις μοιάζει να είναι βαθύτερο από ποτέ, η ιστορία του είναι πλούσια σε διδάγματα.

Πίσω από το βήμα, ένα μεγάλο πανό επαναλαμβάνει τη φράση του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς: «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» Επάνω από αυτό βρίσκεται ένα λάβαρο που φέρει το σύνθημα της Πρώτης Διεθνούς: «Η χειραφέτηση των εργατών θα είναι έργο των ίδιων των εργατών». Εκείνη την 25η Δεκεμβρίου του 1920 ανοίγει στην Τουρ το 18ο συνέδριο του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς (SFIO), μετά τη λήξη του οποίου μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία των αντιπροσώπων του Σοσιαλιστικού Κόμματος (70% των ψήφων τους) αποφασίζει να προσχωρήσει στην Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ). Η τελευταία, που ονομάζεται και Τρίτη Διεθνής, είχε δημιουργηθεί την προηγούμενη χρονιά, τον Μάρτιο του 1919, υπό την ώθηση του Λένιν και των Ρώσων μπολσεβίκων, με την ελπίδα της εξάπλωσης της επανάστασής τους σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του ιδρυτικού συνεδρίου και στον απόηχό του δεν έχουν μόνο ιστορική αξία. Η αναζήτηση μιας διεθνούς αλληλεγγύης που υπερβαίνει τους εθνικούς εγωισμούς, ο έλεγχος των αιρετών που έχουν την τάση να συμβιβάζονται με τους αστικούς θεσμούς ή ακόμα οι προβληματισμοί σχετικά με τη δόμηση της πολιτικής αντιπαράθεσης και των συνδικαλιστικών αγώνων απηχούν έντονα τις σημερινές ανησυχίες. Πράγματι, το κομμουνιστικό κίνημα κατάφερε να δημιουργήσει αγωνιστικά δίκτυα στην εργατική τάξη της Γαλλίας και στον ευρύτερο λαϊκό, αστικό ή αγροτικό κόσμο. Αυτή η ικανότητα να λαμβάνονται υπόψη και να εκφράζονται τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων είναι εκείνο που λείπει σήμερα από τα κόμματα της Αριστεράς.

Στο Συνέδριο της Τουρ, οι υπερασπιστές της εισδοχής στην Κομμουνιστική Διεθνή θέλουν να αλλάξουν σελίδα σε ένα SFIO το οποίο, κατά τη γνώμη τους, έχει δεχθεί πλήγμα με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση «ιερής ενότητας» κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (ο Ζιλ Γκεντ1 υπήρξε μάλιστα υπουργός Επικρατείας). Υποκινούνται από εχθρότητα προς τους βουλευτές που υπέκυψαν στην «ταξική συνεργασία» και απαρνήθηκαν τις επαναστατικές και ειρηνιστικές αρχές της Δεύτερης Διεθνούς. Επιδεικνύουν δυσπιστία προς τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες που δεν λογοδότησαν στη βάση, ενώ παράλληλα υποστήριξαν την κρατική καταπίεση των φωνών –κυρίως συνδικαλιστικών και φεμινιστικών– που υψώνονταν απέναντι στις σφαγές οι οποίες διαπράττονταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στο «νέου τύπου» κόμμα, που απαιτούσαν οι μπολσεβίκοι και ανέμεναν οι αγωνιστές του διεθνισμού, η κοινοβουλευτική ομάδα και ο Τύπος θα υπόκεινται στον έλεγχο των αγωνιστικών μελών. Η απόκλιση μεταξύ των βουλευτών και της βάσης του κόμματος είναι σημαντική: κινούμενοι στο αντίθετο ρεύμα με τα μέλη, πενήντα περίπου βουλευτές από τους εξήντα οκτώ αρνούνται, όπως και ο Λεόν Μπλουμ, πρώην διευθυντής του γραφείου του υπουργού Δημοσίων Έργων κατά τον πόλεμο, να ακολουθήσουν την πλειοψηφία. Αποσχίζονται, εξακολουθώντας να υποστηρίζουν το SFIO.

Αίτημα για ριζοσπαστικοποίηση

Αναφερόμενος στον συμφεροντολογικό συμβιβασμό δύο σοσιαλιστών βουλευτών της περιφέρειάς του, ο αντιπρόσωπος της ομοσπονδίας του νομού Σερ, ο υποδηματοποιός Εμίλ Λερά, αποσαφηνίζει κατά τη διάρκεια του συνεδρίου: «Είμαστε αντικοινοβουλευτικοί, επειδή διαπιστώνουμε την επιζήμια δράση των βουλευτών μας. Εμείς λέμε ότι όσο λιγότερους αιρετούς έχουμε, τόσο περισσότερα μέλη έχουμε. Βαρεθήκαμε, στον τόπο μας, να είμαστε μηχανές που καταβάλλουν εισφορές και εξυπηρετούν τα συμφέροντα ορισμένων ατόμων που, μόλις λάβουν την εντολή από τις κάλπες, μας πολεμούν, καταστρέφουν την ενότητά μας, καταστρέφουν την οργάνωση και θα πάνε να συμμετέχουν στο Εθνικό Μπλοκ2 (…). Βαρεθήκαμε το Σοσιαλιστικό Κόμμα να είναι αποκλειστικά εκλογικό, θέλουμε ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα επαναστατικό»3. Η ένταξη στην Κομμουνιστική Διεθνή εκφράζει το αίτημα για ριζοσπαστικοποίηση του σοσιαλισμού, όπως και την υποστήριξη στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, που θεωρείται ότι εγκαθίδρυσε την «προλεταριακή εξουσία» στη Ρωσία.

Οι βασικοί συντάκτες της πρότασης εισδοχής στην ΚΔ, ο συνδικαλιστής δάσκαλος Φερνάν Λοριό και ο δημοσιογράφος Μπόρις Σουβάριν, είναι απόντες τη στιγμή του ανοίγματος του συνεδρίου, καθώς βρίσκονται στη φυλακή. Συμπεριλαμβάνονται στους πολλούς αγωνιστές που συνελήφθησαν μετά την άνοιξη του 1920 με την αιτιολογία της –ανύπαρκτης– εμπλοκής τους σε μια τεράστια «συνωμοσία» εξυφασμένη στη Ρωσία. Ως φόβητρο επισείεται επίσης η απειλή στην ασφάλεια του κράτους προκειμένου να κατασταλεί η απεργία των σιδηροδρομικών. Δεκαπέντε χιλιάδες από αυούς απολύονται με συνοπτικές διαδικασίες. Το εκκολαπτόμενο Κομμουνιστικό Κόμμα οφείλει να είναι ικανό να ανθίσταται στις δριμείες επιθέσεις του αστικού κράτους, διασφαλίζοντας παράλληλα την επιτήρηση των «σταδιοδρομιστών» στο εσωτερικό του. Εξ ου και η επιμονή στην πειθαρχία. Η αρχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» είναι μία από τις είκοσι μία προϋποθέσεις εισδοχής στην Κομμουνιστική Διεθνή που υπαγόρευσαν οι μπολσεβίκοι στο συνέδριό τους τον Ιούλιο του 1920: «Στη σημερινή εποχή του άγριου εμφυλίου πολέμου, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν θα μπορέσει να επιτελέσει τον ρόλο του παρά μόνο εάν είναι οργανωμένο με τον πιο συγκεντρωτικό τρόπο, εάν γίνει δεκτή στους κόλπους του μια σιδερένια, σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία».

Η απαίτηση για συγκεντρωτισμό απορρέει από διακυβεύματα που σχετίζονται με την υπεράσπιση της επανάστασης στη Ρωσία και των εξεγέρσεων που εκδηλώνονται σε άλλα μέρη της Ευρώπης, ταιριάζει όμως και στις προσδοκίες των Γάλλων αγωνιστών, για τους οποίους η εφαρμογή των σοσιαλιστικών διακηρύξεων απαιτεί αυστηρή οργάνωση. Η αγωνιστική βάση φιλοδοξεί να περάσει από τα λόγια στην πράξη. «Πολλή προφορική και όχι αρκετή πρακτική δράση» λέει, για παράδειγμα, ένας εκπρόσωπος του νομού Σεν-ε-Ουάζ εκφράζοντας τη λύπη του4. Και ο Ερνέστ Ντενάντ, δάσκαλος και εκπρόσωπος του νομού Βωκλύζ, αναφωνεί: «Είμαστε υπέρ της Τρίτης Διεθνούς, επειδή μας προσφέρει μια αυστηρή πειθαρχία μπροστά στην οποία είμαστε χαρούμενοι και υπερήφανοι που υποκλινόμαστε, επειδή δεν θέλουμε το Σοσιαλιστικό Κόμμα να είναι ένα ορθάνοιχτο σπίτι όπου μπορεί να μπαίνει όποιος θέλει, όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, όπου τον περισσότερο καιρό κανείς δεν κάνει τίποτα. Είμαστε υπέρ της ΤρίτηςΔιεθνούς επειδή καταδικάζει τον ρεφορμισμό. Επειδή καταδικάζει αυτό το παρελθόν για το οποίο κοκκινίζουμε, το παρελθόν του πολεμικού σοσιαλισμού»5.

Πέρα από ίδιο το Συνέδριο της Τουρ, το οποίο θα πρέπει να αποφύγουμε να θεωρήσουμε «ιδρυτικό μύθο», η δημιουργία του κομμουνιστικού κόμματος στη Γαλλία έγινε σε πολλά στάδια. Το ίδιο το όνομα «Κομμουνιστικό» δεν υιοθετήθηκε οριστικά από το νέο κόμμα παρά τον Ιανουάριο του 1922. Περνούν αρκετά χρόνια προτού σχηματιστεί ένα κόμμα πραγματικά διαφορετικό από το παλιό σοσιαλιστικό κόμμα, και ο λόγος ήταν οι πολλές αποχωρήσεις και η μπολσεβικοποίηση, από το 1925, σύμφωνα με το πρότυπο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Γρήγορα, αρχηγοί που προήρθαν από το SFIO, όπως ο δάσκαλος Λυντοβίκ-Οσκάρ Φροσάρ, πρώτος γραμματέας του κόμματος έως τον Ιανουάριο του 1923, εγκαταλείπουν μια οργάνωση εντός της οποίας έχουν επίσης περιθωριοποιηθεί συνδικαλιστές ελευθεριακών τάσεων, όπως ο διορθωτής τυπογραφείου Πιέρ Μονάτ. Όπως και οι Σουβάριν και Λοριό, τα περισσότερα ιδρυτικά μέλη απομακρύνονται, εκούσια ή διά της βίας, από ένα κόμμα όπου η εσωτερική δημοκρατία σταδιακά καταπνίγεται6.

Ενώ στο SFIO κυριαρχούσε μια ελίτ διανοουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών, με πολλούς δικηγόρους ή δημοσιογράφους, το Κομμουνιστικό Κόμμα χτίζεται, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, γύρω από ηγέτες που προέρχονταν από την εργατική τάξη. Προωθεί έναν τρόπο οργάνωσης με τη μορφή πυρήνων σε επιχειρήσεις, εκεί όπου το SFIO ήταν διαρθρωμένο στη βάση τοπικών οργανώσεων, και προωθεί τη συνδικαλιστική δράση των μελών του. Ωθούμενο από την Κομμουνιστική Διεθνή, ευνοεί την υποψηφιότητα εργατών στις εκλογές. Ο Πιέρ Σεμάρ, επαναστάτης πρώην συνδικαλιστής, σιδηροδρομικός υπάλληλος απολυμένος το 1920, γίνεται γενικός γραμματέας το κόμματος το 1924.

Επίσης με παρακίνηση της Μόσχας, οι κομμουνιστές συμμετέχουν στους αντιαποικιακούς αγώνες, ενώ το SFIO αρκούνταν, έως τότε, να καταγγέλλει τις καταχρήσεις της αποικιοκρατίας. Έτσι, κάνουν έκκληση για απόσυρση από το Μαρόκο και αδελφοποίηση με τον Αμπντελκαρίμ Αλ-Χάταμπι κατά τον πόλεμο του Ριφ, το 1925-1926. Η Διαποικιακή Ένωση, που δημιουργήθηκε στις αρχές του 1922, συσπειρώνει αγωνιστές με καταγωγή από τις γαλλικές αποικίες γύρω από διεκδικήσεις για πολιτική ισότητα (δικαίωμα ψήφου) και για κοινωνική ισότητα («ίση δουλειά, ίσος μισθός»). Ο ινδοκινεζικός κλάδος της ήταν υπό την ηγεσία του Νγκουιέν Σιν Κουνγκ, του μετέπειτα Χο Τσι Μινχ (ο οποίος, τον Σεπτέμβριο του 1945 θα γίνει αρχηγός της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ), κομμουνιστή υποψήφιου στις δημοτικές εκλογές του 1925 στο Παρίσι. Η Κομμουνιστική Διεθνής προωθεί τη διακρατική αλληλεγγύη, συσπειρώνοντας, γύρω από τη δράση της και τους εκπροσώπους της, αντιαποικιακά, παναφρικανιστικά και αντιρατσιστικά ρεύματα.

Η στράτευση των κομμουνιστών πραγματοποιείται σε διάφορες κλίμακες, στους κόλπους εθνικών δικτύων όπως στους γαλλικούς δήμους, όπου αναπτύσσεται, από τη δεκαετία του 1930 και ύστερα, ένα ολόκληρο πλέγμα φίλιων ενώσεων, παράλληλα με την κατοχύρωση «κόκκινων» δήμων και με την αύξηση της μαχητικότητας. Η προσαρμογή του κομμουνιστικού μηνύματος στις πραγματικότητες της γαλλικής κοινωνίας επιτρέπει τη διάδοσή του στα μεγάλα εργατικά προπύργια, όπως τα εργοστάσια της Ρενό στο Μπιγιανκούρ στα δυτικά του Παρισιού, και μέχρι την ύπαιθρο, όπου απαντά στην επιθυμία της προστασίας των μικρών οικογενειακών ιδιοκτησιών που έχουν υπονομευθεί από τη συγκέντρωση γαιών. Μεταξύ των καινούργιων κομμουνιστών βουλευτών που εκλέχθηκαν το 1936, κατά την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου, βρίσκονται και ο Αλφρέντ Κοστ, πρώην εφαρμοστής της Ρενό, εκλεγμένος στη Μπουλόν-Μπιγιανκούρ, και ο Μαριούς Βαζέιγ, εργαζόμενος σε φυτώριο και εμπλεκόμενος στον αγροτικό συνδικαλισμό, στον νομό Κορέζ.

Ανθρακωρύχοι, μεταλλεργάτες, εργάτες γης…

Ο αγώνας για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου συνδυάζεται με συνδικαλιστικές, φεμινιστικές ή αντιαποικιακές διεκδικήσεις. Οι γυναίκες, οι απόγονοι μεταναστών και οι λαϊκές κατηγορίες βρίσκουν στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας (Parti communiste français, PCF) έναν φορέα διαμαρτυρίας κατά της καπιταλιστικής κοινωνίας και μια πηγή ατομικής χειραφέτησης, καταπολεμώντας την υποδεέστερη θέση που κατέχουν στην κοινωνία. Η περίπτωση της Μαρτά Ντερυμό, της μοναδικής γυναίκας που συμμετείχε στις συμφωνίες του Ματινιόν7 το 1936 είναι διαφωτιστική. Κόρη μιας φτωχής οικογένειας του Βορρά, ήδη από την ηλικία των 9 ετών αναγκάζεται να αφήσει το σχολείο προκειμένου να εργαστεί ως υπηρέτρια και κατόπιν ως εργάτρια στην κλωστοϋφαντουργία, έναν τομέα στον οποίο υποκινεί πολλές απεργίες ενώ δεν γνωρίζει ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Μπαίνει στη διεύθυνση του ΚΚΓ το 1932, μετά το πέρασμά της από τη Διεθνή Λενινιστική Σχολή της Μόσχας. Σε αντίθεση με τις υπερβολικά απλοποιημένες αντιμετωπίσεις, που περιορίζουν τον κομμουνισμό στη γραφειοκρατική ή στην αυταρχική διάστασή του, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο κομμουνισμός «α λα γαλλικά» περιλαμβάνει και αυτήν την πραγματικότητα.

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, το ΚΚΓ γίνεται ένα πανίσχυρο μαζικό κόμμα. Από την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη γερμανική κατοχή έως τη δεκαετία του 1970, κυριαρχεί στο πολιτικό τοπίο της γαλλικής Αριστεράς, κερδίζοντας το ένα τέταρτο των ψήφων κατά την 4η Δημοκρατία (1946-1958). Η ενεργή υποστήριξή του στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου το 1936 και η συμμετοχή του στην εξουσία κατά την απελευθέρωση της χώρας επιτρέπουν μεγάλες κοινωνικές προόδους: άδειες μετ’ αποδοχών, δημιουργία της Κοινωνικής Ασφάλισης με τον Αμπρουάζ Κρουαζά και της Δημόσιας Διοίκησης με τον Μορίς Τορέζ, μείωση του χρόνου εργασίας κ.λπ. Πρακτικά, η «απειλή» του κομμουνισμού στους κόλπους των καπιταλιστικών χωρών οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν τη θέση της εργατικής τάξης κατά τον «σύντομο 20ό αιώνα»8. Η ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμα και για τους συντηρητικούς, είναι μέσο αποφυγής μιας κοινωνικής επανάστασης.

Στη Γαλλία, οι κομμουνιστές επιτρέπουν την πρόσβαση ανθρώπων λαϊκής καταγωγής στις υψηλότερες θέσεις του κράτους, οι οποίες διαφορετικά προορίζονταν για τις οικονομικές και πνευματικές ελίτ. Μπορούμε να αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, τον Μαρσέλ Πολ, υπουργό Βιομηχανικής Παραγωγής από τον Νοέμβριο του 1945 έως τον Δεκέμβριο του 1946: μεγαλωμένος στις δομές της Κοινωνικής Πρόνοιας, δουλεύει ως εργάτης γης από την ηλικία των 13 ετών προτού καταταχθεί κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Πολεμικό Ναυτικό, απ’ όπου απολύεται με πιστοποιητικό ειδικότητας ηλεκτρολόγου9. Ως εργάτης στον σταθμό ηλεκτροπαραγωγής του Σεντ Ουέν, στα βόρεια του Παρισιού, γίνεται προεξέχων συνδικαλιστικός ηγέτης. Ως αντιστασιακός, εκτοπίζεται στο Μπούχενβαλντ. Εκεί οργανώνει μια επιτροπή υπεράσπισης των συμφερόντων των Γάλλων κρατουμένων, από την οποία επωφελείται ιδιαίτερα ο βιομήχανος Μαρσέλ Ντασό. Μετά την Απελευθέρωση, επιφορτίζεται με την κρατικοποίηση του ηλεκτρισμού και του αερίου και συμβάλλει στη μετατροπή της δημόσιας επιχείρησης σε κοινωνικό πρότυπο, εγκαθιδρύοντας ένα πολύ προχωρημένο καθεστώς για τους εργαζόμενους.

Εμψυχωμένο από μαχητές λαϊκής καταγωγής συνασπισμένους με διανοούμενους, επιστήμονες και καλλιτέχνες (Λουίς Αραγκόν, Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί, Πάμπλο Πικάσο…), το γαλλικό κομμουνιστικό κίνημα αποτελεί μια πρωτοφανή επιχείρηση ανατροπής των κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού. Για τον σκοπό αυτό, θέσπισε διατάξεις για την εκπαίδευση και την προώθηση στελεχών λαϊκής καταγωγής. Η ηγετική τριάδα που απαρτιζόταν από τους Τορέζ, Μπενουά Φρασόν και Ζακ Ντυκλό (ήταν αντίστοιχα: ανθρακωρύχος, μεταλλεργάτης, εργάτης ζαχαροπλαστικής) και ανέλαβε αρμοδιότητες από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έως τη δεκαετία του 1960, συμβολίζει τη λαϊκή ταυτότητα των εκπροσώπων του κόμματος.

Όπως ήταν λογικό, οι τελευταίοι ξέφυγαν από την κατάσταση του εργάτη, καθώς πολύ νωρίς έγιναν μόνιμοι, «επαγγελματίες επαναστάτες». Επιπλέον, οι κομμουνιστές ηγέτες προέρχονται από μια λαϊκή ελίτ: απέκτησαν πρόσβαση σε μια σχολική εκπαίδευση η οποία, σε σχέση με την κοινωνική τάξη τους, ήταν μακράς διάρκειας. Όσο για τους εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης, τους μετανάστες και τις γυναίκες, συχνά περιορίζονται στα χαμηλότερα επίπεδα της οργάνωσης. Εντούτοις, αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες, που σχεδόν απουσιάζουν από τα άλλα κόμματα, έχουν τη δυνατότητα, χάρη στη συμμετοχή τους, να αποδείξουν τις ικανότητές τους στον δημόσιο χώρο. Έτσι, το ΚΚΓ ξεχωρίζει καθώς έως τα τέλη του 20ού αιώνα είναι, και μακράν, το πιο «θηλυκό» κόμμα μέσα σ’ ένα πολύ «αρσενικό» πολιτικό τοπίο. Παρά τον ηθικό συντηρητισμό που εκδηλώνει από τη δεκαετία του 1930 κι έπειτα, καθιστά εφικτό έναν έμπρακτο φεμινισμό για γυναίκες για τις οποίες η είσοδος στην αγωνιστική δράση προϋποθέτει την υπέρβαση των κυρίαρχων προτύπων.

Συνεπώς, το ΚΚΓ δεν εργάζεται μόνο για την «εργατικοποίηση» των βουλευτών και των λοιπών εκλεγμένων στη Γαλλία: είναι και ο μεγαλύτερος παράγοντας της «θηλυκοποίησής» τους, από την Απελευθέρωση κι έπειτα. Η Οντέτ Ρου, μια δασκάλα που εντάχθηκε κρυφά στο κόμμα τον Ιανουάριο του 1941, μέλος της αντίστασης μαζί με τον σύζυγό της (ο οποίος πέθανε σε γερμανική φυλακή), εξελέγη δήμαρχος της πόλης Σαμπλ-ντ’Ολόν τον Μάιο του 1945. Στα 28 χρόνια της, έγινε η πρώτη γυναίκα που ηγήθηκε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, δεκαεπτά από τις τριάντα τρεις πρώτες γυναίκες που εξελέγησαν βουλευτές είναι κομμουνίστριες. Το 1956, δεν απομένουν παρά δεκαεννέα γυναίκες στη γαλλική Εθνοσυνέλευση, δεκαπέντε εξ αυτών όμως είναι κομμουνίστριες. Ανάμεσά τους και η Εζενί Ντυβερνουά, νοσηλεύτρια, αντιστασιακή και εκτοπισμένη κατά τον πόλεμο (ο σύζυγός της πέθανε στο Μαουτχάουζεν), εκλεγμένη στον νομό Σεν-ε-Ουάζ.

Το ΚΚΓ αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο ατομικής χειραφέτησης για αγωνιστές, γυναίκες και άντρες, που, χάρη σε αυτό, μπορούν να μάχονται ενάντια στις αστικές και τις αρσενικές ελίτ στις κοινότητες και στις επιχειρήσεις τους. Όμως, αφήνει πολύ λίγο χώρο για τις απόψεις των διαφωνούντων: κάθε απόκλιση στο εσωτερικό του παρακολουθείται και διώκεται στο όνομα της ενότητας. Μέσα στο σταλινοποιημένο κόμμα, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, από τον Τορέζ και τα πιστούς του στήνονται «υποθέσεις» με σκοπό την απομάκρυνση αντιπάλων. Έτσι, το 1961, ο Λοράν Καζανοβά, υπεύθυνος των σχέσεων με τους διανοούμενους, και ο Μαρσέλ Σερβέν, γραμματέας της οργάνωσης, κατηγορούμενοι για «φραξιονιστική δραστηριότητα», απομακρύνονται από τις διοικητικές θέσεις τους και υποβιβάζονται στην κατώτατη βαθμίδα. Τα ίδια αυτά στελέχη είχαν συμμετάσχει στη βάναυση απομάκρυνση του Σαρλ Τιγιόν και του Αντρέ Μαρτί, δύο ιστορικών ηγετών, υπευθύνων του κόμματος κατά τον πόλεμο.

Φορέας αλληλοβοήθειας στα εργοστάσια και στις γειτονιές, εργαλείο αγώνα ενάντια στην κυριαρχία των εργοδοτών και στον πολιτικό αποκλεισμό των λαϊκών τάξεων, η κομμουνιστική στράτευση μπορεί να είναι ταυτόχρονα και συνώνυμη του σεκταρισμού. Σε αυτή την αμφισημία έρχεται να προστεθεί η απόκλιση ανάμεσα στην κατάσταση των κομμουνιστών στις καπιταλιστικές χώρες και σε όσα συμβαίνουν στην ΕΣΣΔ και κατόπιν στις λαϊκές δημοκρατίες που εγκαθιδρύονται μετά το τέλος τ0υ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμ0υ. Έτσι, οι συνδικαλιστές προσχωρούν στο ΚΚΓ με την προοπτική να εδραιώσουν στα εργοστάσια μηχανισμούς εξισορρόπησης των εξουσιών υπέρ των εργατών ενώ, την ίδια στιγμή, τα συνδικάτα της σοβιετικής Ρωσίας είναι όργανα ελέγχου των εργαζομένων, στραμμένα στην επίτευξη των στόχων παραγωγικότητας.

Η Κομμουνιστική Διεθνής γρήγορα μεταμορφώθηκε σε όργανο που εξυπηρετούσε αποκλειστικά τη διπλωματία της Σοβιετικής Ένωσης. Ακόμα και μετά τη διάλυση της Διεθνούς, το 1943, το ΚΚΓ αναδεικνύεται σε ένα από τα πιστότερα στηρίγματα της Μόσχας στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, σε αντίθεση με το αντίστοιχο ιταλικό. Πράγματι, το έτερο μεγάλο κομμουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης υπερασπίζεται, ήδη από το 1956, την ιδέα μιας πολυμορφίας στα εθνικά μοντέλα του κομμουνισμού. Παρ’ όλο που, το 1968, το ΚΚΓ καταδικάζει την επέμβαση των δυνάμεων του συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία και παρ’ όλο που αποστασιοποιείται από το σοβιετικό πρότυπο στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, συμμετέχοντας παράλληλα σε μια πολιτική «ένωσης της Αριστεράς» με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ), σύντομα ευθυγραμμίζεται και πάλι. Ο Ζορζ Μαρσέ, πρώην μεταλλεργάτης και γενικός γραμματέας του κόμματος από το 1972 έως το 1994, περιλαμβάνει τον όρο του «συνολικά θετικού απολογισμού» των σοσιαλιστικών χωρών στο ψήφισμα του 23ου συνεδρίου, το 1979. Οι Γάλλοι κομμουνιστές ηγέτες θα συνεχίσουν να υπερασπίζουν την ανωτερότητα των σοσιαλιστικών καθεστώτων έως τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991.

Το γεγονός εκείνο βρίσκει ήδη πολύ διαβρωμένη τη λαϊκή δύναμη του ΚΚΓ, εξαιτίας του συνδυασμού της επίθεσης των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων, της κατάκτησης της εξουσίας από το ΣΚ και της αποβιομηχάνισης. Παραμένοντας στην κυβέρνηση κατά τη στιγμή της «στροφής προς τη λιτότητα», το 1983, το ΚΚΓ πρέπει να συμβιβαστεί με νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τις οποίες ωστόσο ισχυρίζεται πως θέλει να καταπολεμήσει. Αυτή η διφορούμενη στάση, που είχε μεγάλο εκλογικό κόστος, συνεχίζεται με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Λιονέλ Ζοσπέν (ΣΚ) μεταξύ 1997 και 2002. Ταυτόχρονα, η πολυδιάσπαση του εργατικού σώματος αποδυναμώνει ένα κόμμα που δεν είναι πλέον ικανό να κάνει άνοιγμα σε νέες λαϊκές μορφές: εργαζόμενους-μετανάστες από τη Βόρεια Αφρική, γυναίκες απασχολούμενες στην παροχή προσωπικών υπηρεσιών φροντίδας, προσωρινούς εργαζόμενους στον ανεφοδιασμό κ.λπ. Ιδίως εφόσον, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1990 και 2000, η ηγεσία του ΚΚΓ παραμελεί το ζήτημα της εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων και προσπαθεί πάνω απ’ όλα να προσαρμόσει τον λόγο του στις προσδοκίες των μεσαίων τάξεων10. Σε μια συγκυρία συνεχούς ελάττωσης της αγωνιστικής δράσης, οι αιρετοί και οι συνεργάτες τους διαδραματίζουν ολοένα πιο κεντρικό ρόλο στη αναπαραγωγή του μηχανισμού του ΚΚΓ, οδηγώντας σε επαγγελματοποίηση της κομμουνιστικής στράτευσης γύρω από τοπικούς φορείς, χωρίς να υπάρχει επαφή με τα συνδικαλιστικά δίκτυα.

Μολονότι το ΚΚΓ, εκατό χρόνια μετά την ίδρυσή του, έχει γίνει ένα μικρό κόμμα με αμελητέο εκλογικό βάρος (2,49% των ψήφων στις τελευταίες ευρωπαϊκές εκλογές), διατηρεί μια μαχητική βάση (σχεδόν πενήντα χιλιάδες μέλη που καταβάλλουν συνδρομή). Εξακολουθεί να διοικεί πενήντα πόλεις άνω των δέκα χιλιάδων κατοίκων. Η επανεκλογή το 2020 του Αζεντίν Ταϊμπί στη θέση του δημάρχου του προαστίου Στεν, ενός δήμου σαράντα χιλιάδων κατοίκων βόρεια του Παρισιού, δείχνει ότι ένας λαϊκός κομμουνισμός μπορεί να ανανεωθεί μέσα από την κοινωνική ενεργοποίηση. Γιος μεταναστών εργατών από την Αλγερία, ο Ταϊμπί, μαχητικός αντιρατσιστής, άρχισε να ενεργοποιείται ως οργανωτής κινητοποιήσεων στις γειτονιές σε ηλικία 17 ετών.

Οπωσδήποτε, οι εξελίξεις στον τρόπο ζωής των λαϊκών τάξεων, στην επαγγελματική ένταξή τους και στους εδαφικούς δεσμούς τους συμβάλλουν στην απομάκρυνσή τους από την κομμουνιστική οργάνωση και, γενικότερα, από την αγωνιστική δράση. Εντούτοις, αυτές οι τάξεις δεν έχουν εξαφανιστεί και εξακολουθούν να εκφράζουν σθεναρά προσδοκίες για αλλαγή, όπως υπενθύμισε από το φθινόπωρο του 2018 και μετά η κινητοποίηση των «κίτρινων γιλέκων»11.

Σε ευρωπαϊκή κλίμακα, η νίκη της σοσιαλδημοκρατίας επί του κομμουνισμού ήταν βραχύβια. Πέρα από τα κομμουνιστικά κόμματα, το σύνολο της Αριστεράς διέρχεται κρίση στις αρχές του 21ου αιώνα. Η συμβολή των σοσιαλδημοκρατών στη διάλυση του κράτους πρόνοιας και η ευθυγράμμισή τους με τα συμφέροντα των χρηματοοικονομικών κύκλων τούς έχουν υπονομεύσει. Τα ποσοστά-ρεκόρ της εκλογικής αποχής αλλά και η εκρηκτική αύξηση των ακροδεξιών ψήφων μαρτυρούν μια γενικευμένη κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπου η απόσταση ανάμεσα στις ελίτ της εξουσίας και στους πληθυσμούς των εργαζομένων έχει αυξηθεί σημαντικά. Υπό αυτό το πρίσμα, η κομμουνιστική ιδέα παραμένει επίκαιρη.

(Σ.τ.Μ.) Ιδρυτής του Εργατικού Κόμματος της Γαλλίας, το οποίο συγχωνεύτηκε με άλλα κόμματα στο SFIO.
Συνασπισμός των κομμάτων του κέντρου και της δεξιάς στην κυβέρνηση μεταξύ 1919 και 1924.
«18e Congrès national tenu à Tours les 25, 26, 27, 28, 29 & 30 décembre 1920», στενογραφημένη περίληψη, Σοσιαλιστικό Κόμμα (SFIO), Παρίσι, 1921.
Ό.π.
Ό.π.
Julien Chuzeville, Un court moment révolutionnaire. La création du Parti communiste en France (1915-1924), Libertalia, Μοντρέιγ, 2017.
(Σ.τ.Μ.) Οι συμφωνίες του Ματινιόν (το όνομα της πρωθυπουργικής κατοικίας) ήταν εκείνες που καθιέρωσαν, μεταξύ άλλων, τις συλλογικές συμβάσεις και την εβδομάδα των 40 ωρών εργασίας χωρίς μείωση μισθού, τις άδειες μετ’ αποδοχών κ.ά.
Πρβλ. Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας (1914-1991), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2010.
Nicolas Chevassus-au-Louis και Alexandre Courban, Marcel Paul. Un ouvrier au Conseil des Ministres, Éditions de l’Atelier, Ιβρύ-συρ-Σεν, 2020.
Βλ. «Όταν o κομματικός μηχανισμός απομακρύνεται από τη βάση του», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 14 Ιουνίου 2015.
Βλ. «Le peuple des ronds-points», «Manière de voir», αρ. 168, Δεκέμβριος 2019 – Ιανουάριος 2020.
Julian Mischi
Κοινωνιολόγος, ερευνητής στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Γεωπονικής Έρευνας, συγγραφέας του «Le Communisme désarmé. Le PCF et les classes populaires dans les années 1970», Agone, Μασσαλία, 2014.
Γιάννης Κυπαρισσιάδης (μετάφραση)

Print Friendly, PDF & Email